- θρηνοῦ
- θρηνέωsing a dirgepres imperat mp 2nd sg (attic)θρηνέωsing a dirgeimperf ind mp 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρήνου — θρή̱νου , θρῆνος dirge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek
Σιμωνίδης — Όνομα αρχαίων Ελλήνων ποιητών. 1. Ο Αμοργίνος. Έλληνας ιαμβικός ποιητής που γεννήθηκε στη Σάμο, κι από εκεί ηγήθηκε μιας ομάδας άποικων που εγκαταστάθηκαν στην Αμοργό. Έζησε στα μέσα του 7oυ αι. π.Χ., και υπήρξε σύγχρονος του Αρχίλοχου, από τον… … Dictionary of Greek
плачевьныи — (14) пр. 1.Относящийся к плачь в 1 знач.: си же напсана быша да ны зависть жа(ла)ни˫а плаче||вьнаго приведѹть. (τοῦ πένϑους) СбТр XII/XIII, 115–115 об. 2. Печальный, скорбный: приѥмлеть бо създавыи насъ ѿ хотѧщихъ спстисѧ…|| …и плачевноѥ рыданиѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
плачь — ПЛАЧ|Ь (262), А с. 1.Плач; выражение горя, скорби: се съ плачьмь тѣхъ бл҃гоговѣиньствѹ гл҃ющю нѹжьно. УСт к. XII, 238; си же слышавъше брати˫а ѿ ѹстъ ст҃го оц҃ѧ. плачь. и сльзы изъ очию испѹщаахѹ. ЖФП XII, 63г; и си ѹслышавъ блаженыи възъпи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
αιακτός — αἰακτός, ή, όν (Α) [αἰάζω] 1. ο άξιος θρήνου, αξιολύπητος, αξιοθρήνητος 2. αυτός που θρηνεί, ο δυστυχισμένος … Dictionary of Greek
αξιοθρήνητος — η, ο 1. ο άξιος θρήνου 2. ο αξιολύπητος, ο ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + θρηνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1689 στον Ηλία Μηνιάτη] … Dictionary of Greek
αποκλαμός — (I) ο 1. παραφυάδα φυτού, παρακλάδι, αποκλάδι 2. πλοκάμι χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποκλαμός αντί πλοκαμός, με αντιμετάθεση. Ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση όπου προηγουμένως δεν υπήρχε (πρβλ. αναθρήκα,… … Dictionary of Greek